τυπώσει

τυπώσει
τύπωσις
forming
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
τυπώσεϊ , τύπωσις
forming
fem dat sg (epic)
τύπωσις
forming
fem dat sg (attic ionic)
τυπόω
form by impress
aor subj act 3rd sg (epic)
τυπόω
form by impress
fut ind mid 2nd sg
τυπόω
form by impress
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Αργέντης — Επώνυμο λογίων και ενός εθνικού ευεργέτη από τη Χίο. 1. Ευστράτιος (Χίος 1685; – 1756;). Ιατροφιλόσοφος και θεολόγος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Γερμανία και την Ιταλία. Η πραγματική του κλίση όμως ήταν στη θεολογία. Ως σύμβουλος του… …   Dictionary of Greek

  • Βότι, Αύγουστος Ιωσήφ — (August Joseph Woti, 19ος αι.). Βέλγος φιλέλληνας και λοχαγός, από τις Βρυξέλλες. Μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης ήρθε στην Ελλάδα και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Διακρίθηκε στη μάχη του Πέτα, όπου ήταν σημαιοφόρος του σώματος των… …   Dictionary of Greek

  • Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Καμπάς, Νίκος — (Μυτιλήνη 1857 – Αλεξάνδρεια 1932). Ποιητής. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, με τον οποίο για ένα διάστημα συγκατοικούσαν. Μετά τις σπουδές του εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου σταδιοδρόμησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Ντορέ, Γκιστάβ — (GustavDore, Στρασβούργο 1833 – Παρίσι 1883). Γάλλος ζωγράφος, σχεδιαστής, χαράκτης και λιθογράφος. Σε ηλικία 11 ετών είχε ήδη τυπώσει δύο λιθογραφίες του και 13 ετών άρχισε στο Παρίσι τη συνεργασία του με τη Journal pour rire. Ο κατάλογος του… …   Dictionary of Greek

  • Ξένος, Στέφανος — (Σμύρνη 1821 – Αθήνα 1894). Έλληνας συγγραφέας. Αξιωματικός του ιππικού στην αρχή, άρχισε ύστερα από μια σοβαρή ασθένειά του, να ταξιδεύει για αναψυχή στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη, όπου το γραφικό περιβάλλον, που ήταν επίσης γεμάτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”